- σκοτίζει
- σκοτίζωmake darkpres ind mp 2nd sgσκοτίζωmake darkpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отьмьнѧти — ОТЬМЬНѦ|ТИ (3*), Ю, ѤТЬ гл. 1. Делать темным, затемнять: [Бог] д҃нь в нощь отемнѧѥть (σκοτίζει) ГБ к. XIV, 122в. 2. Омрачать, лишать ясности. Перен.: Аще ли ѹмножитьсѧ пища во ѹтробѣ. то изметьсѧ. ѿ части. да или разочьство. или ины˫а нелѣпы˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πονοκέφαλος — ο, Ν 1. πόνος στο κεφάλι, αλλ. κεφαλόπονος, η κεφαλαλγία 2. ζήτημα, πρόβλημα που απαιτεί κουραστική διανοητική απασχόληση, υπόθεση που μάς σκοτίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + κεφάλι, κατ αντιστροφή τού κεφαλόπονος από τη νεώτερη συντακτική εκφορά:… … Dictionary of Greek